εὐαίσθητον

εὐαίσθητον
εὐαίσθητος
with quick senses
masc/fem acc sg
εὐαίσθητος
with quick senses
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευαίσθητος — η, ο (ΑΜ εὐαίσθητος, ον) αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος νεοελλ. 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՋԱԶԳԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0983 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c, 13c գ. εὑαισθησία, τὸ εὑαισθητόν sensuum vigor, acumen. Լաւութիւն եւ արթնութիւն ներքին եւ արտաքին զգայութեանց (հակառակ անզգայութեան). քաջ ըմբռնողութիւն. քաջիմացութիւն. ուշեղութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”